- ἐξπελευστής
- ἐξπελευστής, οῦ, ὁ, =A compulsor, Cod.Just.10.19.9.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξπελλευτής — ἐξπελλευτής και ἐκπηλλευτής και ἐξπελευστής, ο (Μ) εισπράκτορας φόρων … Dictionary of Greek